ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
απόλυτα καθολικά (τα) absolute universals
απόλυτη καθολική αρχή (η) absolute universal
απόλυτο μεταβατικό (ρήμα) (το) absolute transitive
απόλυτος χρόνος (ο) absolute tense
απόλυτη συνωνυμία (η) absolute synonymy
απόλυτο συνώνυμο (το) absolute synonym
απόλυτος υπερθετικός (ο) absolute superlative
απόλυτο κτητικό (το) absolute possessive
απόλυτο (έναντι σχετικού) σημείο αναφοράς (το) absolute point of reference
απόλυτη ονομαστική (η) absolute nominative