ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) idealised cognitive model (ICM)
εξιδανίκευση (η) idealization
εξιδανικεύω idealize
ιδεασμός (ο) ideation
νοησιακός,-ή,-ό ideational
ιδεοκρατικός,-ή,-ό ideational
νοησιαρχικός,-ή-ό ideational
ιδεατός-ή-ό ideational
αναπαραστατική λειτουργία (η) ideational function
συνιστώσα προτασιακή (η) ideationnel