ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προσαρτημένη αναφορική πρόταση (η) | adjoined relative clause |
| προσάρτημα (το) | adjunct |
| προσδιορισμός (ο) | adjunct |
| μετακίνηση προσαρτήματος (η) | adjunct movement |
| θέση προσαρτήματος (η) | adjunct position |
| προσάρτηση (η) | adjunction |
| κανόνας προσάρτησης (ο) | adjunction rule |
| περιορισμός της νησίδας προσαρτήματος (ο) | adjunct-island condition |
| προσαρτηματικός,-ή,-ό | adjunctival |
| προσαρτηματικά (τα) | adjunctivals |