ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δίαυλος (ο) | channel |
| κανάλι επικοινωνίας (το) | channel of communication |
| χαρακτήρας (ο) | character |
| λεξικό χαρακτήρων (το) | character dictionary |
| σύνολο χαρακτήρων (το) | character set |
| χαρακτηροσειρά (η) | character string |
| χαρακτηριστικό (το) | characteristic |
| χαρακτηριστική λειτουργία (η) | characteristic function |
| χαρακτηρίζω | characterize |
| χαρακτηριστική χρήση (η) | charecteristic use |