ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δομή πρόσβασης (η) | access structure |
| μονάδα προσπέλασης (η) | access unit |
| προσβασιμότητα (η) | accessibility |
| προσπελασιμότητα (η) | accessibility |
| ιεραρχία προσβασιμότητας (η) | accessibility hierarchy |
| προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο | accessible |
| προσπελάσιμο υποκείμενο (το) | accessible subject |
| σύμβαση (η) | accidence |
| τυπολογικό μέρος (το) | accidence |
| τυχαίο κενό (το) | accidental gap |