ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ασθενής γενετική / γεννητική δυναμικότητα (η) | weak generative capacity |
| Ασθενής γενετική / γεννητική δύναμη (η) | weak generative power |
| ασθενήςλεξικαλιστική υπόθεση (η) | weak lexicalist hypothesis |
| ασθενής θέση | weak locality |
| ασθενής τοπικότητα | weak locality |
| Ασθενής δυναμικός τόνος (ο) | weak stress |
| Ασθενές ρήμα (το) | weak verb |
| Ασθενές ρήμα (το) | weak verb |
| εξασθένηση (η) | weakening |
| ασθενώς επαρκής | weakly adequate |