ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αμαρκάριστος/αποχαρακτηρισμένος/ασημάδευτος όρος (ο) | unmarked term |
| μη χαρακτηρισμένος όρος της αντίθεσης | unmarked term (of opposition) |
| αμαρκάριστη/αποχαρακτηρισμένη/ασημάδευτη σειρά λέξεων (η) | unmarked word order |
| μη υποκινούμενος,-η,-ο | unmotivated |
| μη διατεταγμένη περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική (η) | unordered context-free grammar |
| παθητικό με un (το) | unpassive |
| μη παραγωγικός,-ή,-ό | unproductive |
| αντιπαραγωγικός-ή-ό, μη παραγωγικός-ή-ό | Unproductive |
| μη πραγματικός,-ή,-ό | unreal |
| άσχετες έννοιες | unrelated concepts |