ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνεπτυγμένο λεξικό (το) | abridged (dictionary) |
| απότομος,-η,-ο | abrupt |
| απότομη έμβαση της φωνής (η) | abrupt onset of voicing |
| απότομη άφεση (η) | abrupt release |
| έκκροτος,-η,-ο, εξωθητικός,-η,-ο | abruptive |
| απόλυτος,-η,-ο | absolute |
| απόλυτα επίθετα (τα) | absolute adjectives |
| απόλυτη αντωνυμία (η) | absolute antonymy |
| απόλυτη χρονολόγηση (η), απόλυτη χρονολογική σειρά (η) | absolute chronology |
| απόλυτη συγκριτική (δομή) (η) | absolute comparative |