ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
χαλαρός-ή-ό | lax |
χαλαρός,-ή,-ό | lax |
χαλαρό φωνήεν (το) | lax vowel |
χαλαροποίηση (η) | laxing |
διαστρωμάτωση (η) | layer |
υπόστρωση (η) | layering |
επίπεδα καθορισμού (τα) | layers vs conditional |
διάταξη (σελίδας) (η) | layout |
Λαζική (η) (γλώσσα) | Laz |
οκνηρή αντωνυμία (η) | lazy pronoun |