ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| χειλικοποίηση (η) | labialization |
| χειλοποίηση (η) | labialization |
| στρογγυλοποίηση (η) | labialization |
| χειλικοποιώ | labialize |
| χειλικοποιημένος-η-ο | labialized |
| ασταθή ρήματα (τα) | labile verb |
| χειλοδοντικό σύμφωνο (το) | labio-dental consonant |
| χειλοδοντικοποίηση (η) | labio-dentalization |
| χειλοδοντικοποιώ | labio-dentalize |
| χειλοϋπερωικοποίηση (η) | labio-velarization |