ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αστερίσκος του Kleene (*) Kleene star (*)
Kleene* Kleene*
Kleene+ Kleene+
Αστερίσκος του Kleene (*) kleenestar
Καμποντιανά (τα) KM
Καναδέζικα (τα) KN
γλωσσιδικός κλειστός φθόγγος (ο) knaucklaut
Γνώση για τη Γλώσσα (η) Knowledge about language
βάση (δομή) γνώσης (η) knowledge base
αναπαράσταση γνώσης (η) knowledge representation