ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) | idealised cognitive model (ICM) |
| εξιδανίκευση (η) | idealization |
| εξιδανικεύω | idealize |
| ιδεασμός (ο) | ideation |
| νοησιακός,-ή,-ό | ideational |
| ιδεοκρατικός,-ή,-ό | ideational |
| νοησιαρχικός,-ή-ό | ideational |
| ιδεατός-ή-ό | ideational |
| αναπαραστατική λειτουργία (η) | ideational function |
| συνιστώσα προτασιακή (η) | ideationnel |