ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αμαρκάριστος/αποχαρακτηρισμένος/ασημάδευτος όρος (ο) unmarked term
μη χαρακτηρισμένος όρος της αντίθεσης unmarked term (of opposition)
αμαρκάριστη/αποχαρακτηρισμένη/ασημάδευτη σειρά λέξεων (η) unmarked word order
μη υποκινούμενος,-η,-ο unmotivated
μη διατεταγμένη περιβαλλοντικά ελεύθερη γραμματική (η) unordered context-free grammar
παθητικό με un (το) unpassive
μη παραγωγικός,-ή,-ό unproductive
αντιπαραγωγικός-ή-ό, μη παραγωγικός-ή-ό Unproductive
μη πραγματικός,-ή,-ό unreal
άσχετες έννοιες unrelated concepts