ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προτίμηση πρόταξης του δράστη (η) actor first preference
πράξη (η) action
περιορισμός καθορισμένου υποκειμένου (ο) actant constraint
πολιτισμική ενσωμάτωση (η) acculturation model
πολιτισμική ενσωμάτωση (η) acculturation
προσαρμογή (η) accomodation
προσαρμόζω accomodate
προσαρμογή (η) accommodation
προσαρμόζω accommodate
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) accessible subject