ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ποσότητα (η) | guantity |
| ποσότητα (η) | magnitude |
| ποσότητας (της) | of quantity |
| ποσοτική μετάπτωση (η) | quantitative ablaut |
| ποσοτική γλωσσολογία (η) | quantitative linguistics |
| ποσότητα (η) | quantity |
| ποσοτική ευαισθησία (η) | quantity sensitivity |
| ποσοτικά προσδιορισμένος,-η,-ο | quantity-determined |
| ποσοτικά μη ευαίσθητος,-η,-ο | quantity-insensitive |
| ποσοτικά ευαίσθητος,-η,-ο | quantity-sentitive |