ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
ποιόν ενεργείας (το) aspect
ποιότητα (η) guality
ποικιλότητα παραδειγματική (η) paradigmatic variability
ποιότητα (η) quality
ποικιλότητα variability
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) variational linguistics
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) variegated babbling
ποιόν ενεργείας verbal aspect
ποιότητα ομιλίας voice quality
ποιος είναι ποιος (έργο αναφοράς) who’s who