ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παθητική (δομή) δράστη (η) agentive passive
παθητική (δομή) χωρίς δράστη (η) agentless passive
παγκόσμιες ετυμολογίες (οι) global etymologies
Παεσική (η) (γλώσσα) Paez
Παεσική (η) (γλώσσα) Paezan
παθητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) passive dictionaries
παθητική γλωσσική γνώση (η) passive language knowledge
παθητική γλωσσική γνώση (η) passive language knowledge
παγκόσμιος ιστός (ο) World Wide Web
Παγκόσμιος ιστός (ο) WWW