ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
που δηλώνει βοήθεια adjutative
που δηλώνει αιτία causativus
που δηλώνει προορισμό destinative
που δηλώνει αποτέλεσμα effectivus
που δομικά έπονται post-posed
που δηλώνει το προσδοκώμενο prospective
ποσοτικός δείκτης quantifier
ποσοτικοποιητής quantifier
ποσοτικός,-ή,-ό quantitative
που διέπεται από κανόνες rule-governed