ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
που δηλώνει βοήθεια | adjutative |
που δηλώνει αιτία | causativus |
που δηλώνει προορισμό | destinative |
που δηλώνει αποτέλεσμα | effectivus |
που δομικά έπονται | post-posed |
που δηλώνει το προσδοκώμενο | prospective |
ποσοτικός δείκτης | quantifier |
ποσοτικοποιητής | quantifier |
ποσοτικός,-ή,-ό | quantitative |
που διέπεται από κανόνες | rule-governed |