ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
ποσότητα (η) guantity
ποσότητα (η) magnitude
ποσότητας (της) of quantity
ποσοτική μετάπτωση (η) quantitative ablaut
ποσοτική γλωσσολογία (η) quantitative linguistics
ποσότητα (η) quantity
ποσοτική ευαισθησία (η) quantity sensitivity
ποσοτικά προσδιορισμένος,-η,-ο quantity-determined
ποσοτικά μη ευαίσθητος,-η,-ο quantity-insensitive
ποσοτικά ευαίσθητος,-η,-ο quantity-sentitive