ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ποσοδείκτης (ο) | guantifier |
ποσοστόσημο τοις εκατό (το) | percent sign |
πορτμαντό (το) | porte-manteau / portmanteau |
Πορτογαλέζικα (τα) | Portuguese |
Πορτογαλέζικα | PT |
Ποσ.(Ποσοδείκτης) | Q |
ποσοδεικτική ένδειξη (η) | quantification |
ποσοδεικτικός προσδιορισμός (ο) | quantification |
ποσοδείκτης (ο) | quantifier |
ποσοδείκτες (οι) | quantifiers |