ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ομαλότητα (η) regularity
Ομαλός-ή-ό, κανονικός-ή-ό regular
ομαλός-ή-ό regular
ομαλοποίηση regularization
ομαδοποίηση σε σύμβολα (η) tokenisation
ομαδοποίηση δεδομένων (η) grouping of data
ομαδοποίηση (η) grouping
ομαδικός,-ή,-ό, group
Ομαδικός-ή-ό, ομάδα (η), ενότητα (η) group
ομαδικό όνομα (το) group noun