ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

160 results
Greek Term English Term
νοητικό διάστημα (το) mental space
νοητικό εδάφιο (το) mental space
Νοητικοί χώροι (οι) Mental spaces
νοητική γλώσσα (η) mentalese
νοησιαρχία (η) mentalism
Νοησιαρχία (η), μενταλισμός (ο) mentalism
νοησιαρχικός,-ή,-ό mentalistic
νοησιαρχική γλωσσολογία (η) mentalistic linguistics
νοηματικό σύστημα (το) mentalistic linguistics
νούς (ο) mind