ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νεκρό παράδειγμα (το) | dead example |
νεκρή γλώσσα (η) | dead language |
νεκρή αναφορά (η) | dead reference |
Νεάντερταλ | Neandertal |
Νένετς (η) (γλώσσα) | Nenets |
Νεο-Ντέιβιντσονικός-ή-ό / νέο-ντέιβιντσον (του) | neo-Davidsonian |
νεογραμματική υπόθεση (η) | neogrammarian hypothesis |
νεογλωσσολογία (η) | neolinguistics |
Νειλο-σαχαρική (η) | Nilo-Saharan |
Νειλωτική (η) (γλώσσα) | Nilotic |