ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λεξικογραφία με τη βοήθεια υπολογιστή computer-aided lexicography
λεξικό με τη βοήθεια υπολογιστή (το)/ ηλεκτρονικό λεξικό (το) computer-assisted dictionary
λεξικογραφία με τη βοήθεια υπολογιστή (η) / υπολογιστική λεξικογραφία (η) computer-assisted lexicography
λεξικό με τη βοήθεια υπολογιστή (το) / ηλεκτρονικό λεξικό (το) computer-based dictionary
λεξικογραφία με τη βοήθεια υπολογιστή (η) / υπολογιστική λεξικογραφία (η) computer-based lexicography
λειτουργία εννοιολογικής μετάπλασης (η) conceptual conversion operation
λειτουργία περιεχομένου (η) content function
Λέξη περιεχομένου (η) content word / contentive
λέξεις περιεχομένου (οι) contentives
Λέξη περιεχομένου contentword