ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
Λαζική (η) (γλώσσα) Laz
Λαδινική (η) (γλώσσα) Ladinian
Λα­ϊ­κή» δι­πλο­γλωσ­σί­α (η) folk bilingualism
Λ-σύνδεση (η) D-linking
λ-περιγραφή (λειτουργική περιγραφή) (η) f-description
λ-επιβολή (λειτουργική επιβολή) (η) f-command