ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξιλογικός έλεγχος | vocabulary control |
λέξη λεξιλογίου (η) | vocabulary word |
λωρίδα φώνησης | voice bar |
Λαϊκή Λατινική (η) (γλώσσα) | VulgarLatin |
λέξη–νυφίτσα | weasel word |
λέξη-wh (η) | wh-word |
Λευκορωσική (η) (γλώσσα) | White Russian |
λέξη (η), όρος (ο) | word |
Λεξικός τόνος (ο) | word accent |
λέξη και παράδειγμα | word and paradigm |