ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λέκτος (η) lect
λεκτικός,-ή,-ό lectal
λεκτικός,-ή,-ό locutionary
λεκτικός-ή-ό speech
Λεκτικός-ή-ό, εκφωνητικός-ή-ό Verbal / locutionary / lectal
λεκτικός συσχετισμός (ο) verbal association
λεκτικό περικείμενο (το) verbal context
λεκτικό παράδειγμα (το) verbal illustration
λεκτικό ρεπερτόριο (το) verbal repertoire
λεκτικός τύπος word form