ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λειτουργώ function
λειτουργικός,-ή,-ό functional
λειτουρική συνεκτικότητα (η) functional coherence
λειτουργισμός (ο) functionalism
λειτουργικότητα (η) functionality
λέκτημα (το) locution
λεκτικά παιχνίδια (τα) locutionary games
λειτουργικός,-ή,-ό optative
λεκτική αγνωσία (η) verbal agnosia
Λεκτική vs. μη λεκτική επικοινωνία (η) verbal v. non-verbal communication