ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καυκάσιος-α-ο Caucasian
κε­νό στο σχή­μα (το) gap/hole in the pattern
κβαντικός-ή-ό, quantal
κβάντου (του) quantal
κβαντική θεωρία, θεωρία των κβάντων (η) quantal theory
κβάντιση  quantization
κβάντο quantum
ΚΓΓΣ SGML
κειμενικά συστατικά (τα) text constituents
κειμένημα (το), κειμενική μονάδα (η) texteme