ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κατασκευή μεταγενέστερης σκέψης (η) after thought construction
κατασκεύασμα (το), κατασκευή (η) construct
κατάσταση δομής (η) construct state
καταστάση επαφής (η) contact situation
κατασκευή με υποκείμενο σε δοτική (η) dative subject construction
κατασήμανση designation
κατάσταση γλώσσας état de langue
Κατάσταση γλώσσας (η), ετά ντε λανγκ (το) état de langue
κατάσταση (η) state
Κατάσταση (η), φάση (η) state