ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καταστασιακό περιβάλλον | extralinguistic environment |
καταστασιακή γλωσσική διδασκαλία (η) | situational language teaching |
καταστασιακή διδακτέα ύλη (η)/καταστασιακό αναλυτικό πρόγραμμα (το) | situational syllabus |
καταστασιακή παθητική (η) | statal passive |
καταστασιακό ρήμα (το) | statal verb |
καταστασιακά ρήματα | state verbs |
καταστασιακός | static |
καταστασιακά ρήματα | static verbs |
καταστασιακά ρήματα | stative verb / state verbs |
καταστασιακές | statives |