ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καταστασιακό περιβάλλον extralinguistic environment
καταστασιακή γλωσσική διδασκαλία (η) situational language teaching
καταστασιακή διδακτέα ύλη (η)/καταστασιακό αναλυτικό πρόγραμμα (το) situational syllabus
καταστασιακή παθητική (η) statal passive
καταστασιακό ρήμα (το) statal verb
καταστασιακά ρήματα state verbs
καταστασιακός static
καταστασιακά ρήματα static verbs
καταστασιακά ρήματα stative verb / state verbs
καταστασιακές statives