ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
καταρρέω crash
κατάρρευση crash
Κατάρρευση (η), καταρρέω crash
κατασημαίνω designate
κατασημαινόμενο (το) designatum
κατανομικός distributional
κατάρτιση προφίλ (η) profiling
κατασεκυαστές διαστημάτων (οι) space builders
κατανομή χώρου spatialization
Κατανομή της συνεισφοράς (η) turn-taking