ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατανόηση | comprehension |
κατανεμητική τάξη (η) | distribution class |
κατανεμητισμός (ο) | distributionalism |
Κατανεμητικός-ή-ό (καταν, ΚΑΤΑΝ) | distributive (dist, DIST) |
κατανεμητικός πληθυντικός | distributive plural |
κατανεμητική αναφορά | distributive reference |
κατανεμητικό ρήμα (το) | distributive verb |
κατανόηση κειμένου βάσει σχήματος (η) | schema-based text comprehension |
κατανόηση ομιλίας (η) | speech comprehension |
κατανόηση (η) | understanding |