ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κατανομή (η) allocation
κατανοητή συνεισφορά (η) comprehensible input
κατανομή distribution
κατανομή μετα-μεταβλητών (η) instantiation of metavariables
κατανοητότητα (η) intelligibility
κατανοητότητα (η) intelligibillity
κατανοητός,-ή,-ό intelligible
κατανόηση φυσικής γλώσσας (η) natural language understanding
κατανόηση φωνής speech understanding
κατανομή της συνεισφοράς turn-taking