ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κλίμακα καθετότητας verticality scale
κλητική (η) vocative
κλητική (η) vocative
κλητική λειτουργία της γλώσσας (η) vocative function of language
καθυστέρηση ηχηροποίησης voicing lag
καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης voicing lead
κώφωση vowel raising
Κέλυφος ΡΦ (το) VP shell
κύμα (το) wave
Κύμα (το), κυ­μα­τι­κός-ή-ό wave