ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κλίμακα καθετότητας | verticality scale |
κλητική (η) | vocative |
κλητική (η) | vocative |
κλητική λειτουργία της γλώσσας (η) | vocative function of language |
καθυστέρηση ηχηροποίησης | voicing lag |
καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης | voicing lead |
κώφωση | vowel raising |
Κέλυφος ΡΦ (το) | VP shell |
κύμα (το) | wave |
Κύμα (το), κυματικός-ή-ό | wave |