ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
Ίγκμπο (η) (γλώσσα) Igbo
ιδανική σημασία (η) ideal meaning
ιδανικό (το), εξιδανικευμένο γνωσιακό μοντέλο (το) Ideal
ιδανικός ακροατής (ο) ideal listener
ιδανικός ομιλητής (ο) ideal speaker
ιδανικός-ή-ό ideal / idealized
ιδέα (η) idea
ιδεασμός (ο) ideation
ιδεατός-ή-ό ideational
ιδεόγραμμα (το) ideogram