ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξομοιωτικός equational
εξομοιωτικός equative
έξτρα-μακρύς (ο) extra-long
εξουσιοδοτώ license
εξουσιοδοτημένη εξωσυλλαβικότητα (η) licensed extrasyllabicity
εξουσιοδότης (ο) licenser
εξουσιοδότηση (η) licensing
Εξουσιοδότηση (η), νομιμοποίηση (η) licensing
εξοχότητα (η) prominence
έξοχος-η-ο prominent