ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Εβονική | Ebonics |
Εβέ | Ewe |
Εβραϊκά (τα) | HE |
εβραϊκή (η) | Hebrew |
Εβραϊκά (τα) | Hebrew |
εγγενής αιτιατική (η) | inherent accusative |
εγγενές χαρακτηριστικό (το) | inherent feature |
εγγένεια (η) | inherentness |
ε-δομή (επιφανειακή δομή) | s-structure |
ερωτηματικοαναφορικός-ή-ό | wh-relative |