ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δυαδικότητα (η) | binarism |
δυαδισμός (ο) | binarism |
Δυαδισμός (ο), διφυισμός (ο) | binarism |
δυαδικότητα (η) | binarity |
δυαδικότητα (η), διφυικότητα (η) | binarity |
Δυαδικός-ή-ό | binary |
Δυαδικός-ή-ό | binary |
δυαδικό ψηφίο (το), μπιτ (το) | bit |
δυαδικός-ή-ό | dyadic |
Δυαδικός-ή-ό | dyadic / binary |