ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δυαδικότητα (η) binarism
δυαδισμός (ο) binarism
Δυαδισμός (ο), διφυισμός (ο) binarism
δυαδικότητα (η) binarity
δυαδικότητα (η), διφυικότητα (η) binarity
Δυαδικός-ή-ό binary
Δυαδικός-ή-ό binary
δυαδικό ψηφίο (το), μπιτ (το) bit
δυαδικός-ή-ό dyadic
Δυαδικός-ή-ό dyadic / binary