ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βρετανικά (τα) Breton
Βρετονική (η) Breton
Βρετανικό Κόρπους Ακαδημαϊκής Προφορικής Αγγλικής (BASE) (το) British Academic Spoken English (BASE) Corpus
Βρετανικός συγκειμενισμός/περιβαλλοντισμός/περικειμενισμός (ο), Βρετανική θεώρηση πλαισίου (η) British contextualism
βρετανικά αγγλικά (τα) British English
Βρετανικό Εθνικό Κόρπους (BNC) (το) British National Corpus (BNC)
βιαιότητα (η) brutality
βρυθονική (η) (γλώσσα) Brythonic
βρεφική ομιλία (η) BT
Βουλγαρική (η) Bulgarian