ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
άγκιστρο brace
άγκιστρα (τα) brace notation / curly brackets
αγκύλες (οι) brackets / bracket notation
αναπνευστική ομάδα (η) breath group
ανατροφείς (οι) breeding
αφασία Μπρόκα (η) Broca’s aphasia
Αναλυμένο Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής Μπρούκλιν-Γενεύης-Άμστερνταμ (Κόρπους Μπρούκλιν) (το) Brooklyn–Geneva–Amsterdam Parsed Corpus of Old English (the Brooklyn Corpus)
απραξία στόματος και προσώπου (η) bucco-facial apraxie
ΑΣ (ανάλυση συνομιλίας) (η) CA
ανακεκαμμένος-η-ο cacuminal