ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
άγκιστρο | brace |
άγκιστρα (τα) | brace notation / curly brackets |
αγκύλες (οι) | brackets / bracket notation |
αναπνευστική ομάδα (η) | breath group |
ανατροφείς (οι) | breeding |
αφασία Μπρόκα (η) | Broca’s aphasia |
Αναλυμένο Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής Μπρούκλιν-Γενεύης-Άμστερνταμ (Κόρπους Μπρούκλιν) (το) | Brooklyn–Geneva–Amsterdam Parsed Corpus of Old English (the Brooklyn Corpus) |
απραξία στόματος και προσώπου (η) | bucco-facial apraxie |
ΑΣ (ανάλυση συνομιλίας) (η) | CA |
ανακεκαμμένος-η-ο | cacuminal |