ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αναπτύσσω expand
αναπτύσσομαι expand
αναπτυγμένη/ εξελιγμένη πίτζιν (η) expanded pidgin
ανάπτυξη expansion
αυξανόμενος χρόνος (ο) exponential time
αρχή της διευρυμένης προβολής extended projection principle
αποσπώ extract
άσχετη ομιλία  extraneous speech
αλληλεπίδραση πρόσωπο με πρόσωπο (η) face to face interaction
ανάγκες προσώπου face wants