ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ικανότητα (η) | ability |
ιεραρχία προσβασιμότητας (η) | accessibility hierarchy |
ισχυρισμός (ο) | allegation |
Ινδιάνικες γλώσσες (οι) | American Indian languages |
ιεραρχία εμψυχότητας (η) | animacy hierarchy |
Ισχυρισμός (ο), Βεβαίωση (η) | assertion |
ιδιότητα (η) | attribute |
Ιδιότητα (η) | attribute |
ισορροπία (η) | balance |
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο | balanced bilingual |