ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
ηγούμενο στοιχείο (το) lexical antecedent
ηγούμενος τόνος (ο) leading tone
ημισφαιρική εξειδίκευση (η) lateralization
ηχηρότητα (ενταση φωνητική) (η) intensity
Ηλεκτρονικό Αρχείο Μηχανικώς Αναγνώσιμων Αγγλικών Κειμένων του Ίνσμπρουκ (το) ICAMET
ημισφαίριο (το) hemisphere
ημιπληγικός,-ή-ό hemiplegic
ημιανοικτός,-ή,-ό half-open
ημίκλειστος,-η,-ο half-close
ημιβοηθητικός,-ή,-ό half-auxiliary