ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ηγούμενο στοιχείο (το) | lexical antecedent |
ηγούμενος τόνος (ο) | leading tone |
ημισφαιρική εξειδίκευση (η) | lateralization |
ηχηρότητα (ενταση φωνητική) (η) | intensity |
Ηλεκτρονικό Αρχείο Μηχανικώς Αναγνώσιμων Αγγλικών Κειμένων του Ίνσμπρουκ (το) | ICAMET |
ημισφαίριο (το) | hemisphere |
ημιπληγικός,-ή-ό | hemiplegic |
ημιανοικτός,-ή,-ό | half-open |
ημίκλειστος,-η,-ο | half-close |
ημιβοηθητικός,-ή,-ό | half-auxiliary |