ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αφηγηματικός,-ή,-ό narrative
ανάλυση αφήγησης (η) narrative analysis
αφηγηματική δομή (η) narrative structure
αφηγηματική (η) / αφηγηματολογία (η) narratology
αφηγηματολογία (η) narratology
στενός,-ή,-ό / Λεπτομερής-ής-ές narrow
λεπτομερής,-ής,-ές narrow
λεπτομερής συμβολισμός (ο) narrow notation
λεπτομερής μεταγραφή (η) narrow transcription
στενή μεταγραφή (η) narrow transcription