ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
φωνητική ορθογραφία (η) narrow transcription
φασματογραφήματα στενής ζώνης (τα) narrow-band spectrograms
στενότερη έννοια (η) narrower concept
στένωση (η) narrowing
ανύψωση (η) narrowing
έρρινος,-η,-ο / ρινικός-ή-ό nasal
ρινικός,-ή,-ό nasal
ρινικός (ρινικοποιημένος) φθόγγος (ο) nasal (nasalized) sound
ρινική αφομοίωση (η) nasal assimilation
ρινική κοιλότητα (η) nasal cavity