ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τμηματικός,-ή,-ό modular
υποσυστημικός-ή-ό modular
υποσυστημική προσέγγιση (η) modular approach
υποσυστημικότητα (η) modularity
τμηματικότητα (η) modularity
στοιχειακότητα (η) modularity
υποσυστημικότητα (η), τμηματικότητα (η), στοιχειακότητα (η) modularity
ρυθμίζω modulate
διαμόρφωση (η) modulation
Ρύθμιση (η) modulation