ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μονοσθενής κατηγορία (η) | monad |
Μοναδικός-ή-ό | monadic |
μόνημα (το) | moneme |
Μογκολικά (τα) | Mongolian |
εποπτικός μηχανισμός (ο) | monitor |
εποπτικό κόρπους (το), κόρπους ελέγχου (το) | monitor corpus |
υπόθεση του εποπτικού μηχανισμου (η) | monitor hypothesis |
μοντέλο (εσωτερικού) ελέγχου (το) | monitor model |
μοντέλο εποπτικού μηχανισμού (το) | monitor model |
έλεγχος (ο) | monitoring |