ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τρόποι του σημαίνειν (οι) modi significandi
τροποποίηση (η) modification
τροποιημένα δεδομένα (τα) modified data
τροποποιημένη ΠΠ (η) modified RP
τροποποιημένη ομιλία (η) modified speech
τροποποιητής (ο) modifier
τροποποιώ modify
τροπιστές (οι) modistae
στοιχειακός,-ή,-ό modular
υποσυστημικός,-η,-ο, modular