ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σημασιολογία της θεωρίας του μοντέλου (η) | model theoretic semantics |
μοντελοποίηση (η) | modelling |
μίμηση προτύπου (η) | modelling |
διαμορφωτής (ο) | modem |
αποδιαμορφωτής (ο) | modem |
σύγχρονος,-η,-ο | modern |
λεξικό σύγχρονης χρήσης (το) | modernising dictionary |
τρόποι του σημαίνειν (οι) | modes of signifying |
μετριοπάθεια (η) | modesty |
αξίωματης μετριοπάθειας (το) | modesty maxim |